- συσταυρωθέντος
- распятого с
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
συσταυρωθέντος — συσταυρόομαι to be crucified together with aor part mp masc/neut gen sg συσταυρόομαι to be crucified together with aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)